Σπατζιάνι, Μαρία Λουίζα — (Spaziani). Ιταλίδα ποιήτρια και δημοσιογράφος (Τουρίνο 1924). Τα πρώτα ποιητικά της έργα Τα νερά του Σαββάτου και Άνοιξη στο Παρίσι εκδόθηκαν το 1954, όταν η Σ. είχε αναπτύξει δημοσιογραφική δραστηριότητα για την οποία είχε λάβει, το 1950, το… … Dictionary of Greek
Βοναπάρτης — (Bonaparte). Εξελληνισμένο όνομα της οικογένειας Μποναπάρ, ιταλικής καταγωγής, πιθανώς από τη Λομβαρδία, που ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και από τον 16o αι. στο Αιάκειο της Κορσικής. Έγινε διάσημη από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Α’ … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… … Dictionary of Greek
καρλουδοβίκη — η βοτ. γένος ξυλωδών φυτών, ιθαγενών τής τροπικής Αμερικής, τής οικογένειας κυκλανδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carludovica < Car olus «Κάρολος» + Ludovica «Λουδοβίκη» ή «Λουίζα». Το φυτό πήρε την ονομασία του από… … Dictionary of Greek
Μπάνκροφτ, Αν — (Anne Bancroft, Μπρονξ 1931 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου Άννα Μαρία Λουίζα Ιταλιάνο (Anna Maria Louisa Italiano). Πολυβραβευμένη, αποφοίτησε μεταξύ άλλων και από το Actors studio. Αλλά και την Αμερικανική… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… … Dictionary of Greek
Πάρμα — Πόλη της Ιταλίας, στην Eμίλια Ρομάνια, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.449 τ. χλμ.), σημαντικός οδικός και συγκοινωνιακός κόμβος. Παραδοσιακό οικονομικό και εμπορικό κέντρο της γόνιμης και εντατικά καλλιεργούμενης περιοχής της, παρουσίασε… … Dictionary of Greek